επικρατέστερος

επικρατέστερος
η и α, ο[ν] обычный; часто употребляемый; преобладающий; господствующий;

επικρατέστερη βποψη — преобладающая точка зрения;

επικρατέστερη γνώμη — господствующее мнение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επικρατέστερος" в других словарях:

  • επικρατέστερος — η, ο ισχυρότερος, ο πιο συνηθισμένος, που χρησιμοποιείται περισσότερο: «Του βαθιού» είναι επικρατέστερος τύπος από «του βαθύ» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικρατέστερος — ἐπικρατής master masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • επικρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και δημαγωγός, οπαδός του δημοκρατικού κόμματος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Κατηγορήθηκε για κλοπή και ο Λυσίας έγραψε λόγο εναντίον του, το 389 π.Χ. Λέγεται ότι καταδικάστηκε σε θάνατο. 2. Ε. ο Αμβρακιώτης …   Dictionary of Greek

  • κρείων — και κρέων, οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα) (για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ.… …   Dictionary of Greek

  • μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ινδιάνοι — (Indians). Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Αμερικής, πριν φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι. Οι Ισπανοί τούς είχαν ονομάσει Indios (Ινδούς) και οι Άγγλοι Indians (Ινδούς), λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κολόμβου ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Ωστόσο, όλοι… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»